ΜΠΑΡΑ

topp

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΘΑΣ ελαιογραφια. τρικογλιδης.Ι

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΘΑΣ    ελαιογραφια. τρικογλιδης.Ι

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

ΟΙ ΔΡΥΕΣ ΤΩΝ ΑΓΡΩΝ.


Tου Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τις δρύες, καθότι μεγάλωσα σ’ ένα τόπο που τις έβλεπες σκόρπιες στους αγρούς, ν’ αποτελούν τους παραστάτες της υπαίθρου, ωσά να ήταν οι ριζωτοί της φύλακες. Μπορώ να πω ότι η εικόνα που σχημάτισα στο παιδικό και εφηβικό μου μυαλό για την ελληνική ύπαιθρο ήταν ταυτισμένη με την ύπαρξη της δρυός (συγκεκριμένα, της βελανιδιάς) στους αγρούς.
 Και τούτο απέρρεε, πέραν της πρακτικής και ως ένα βαθμό αισθητικής σχέσης του ανθρώπου της υπαίθρου με τη φύση, και από τη βιωματική σχέση μου με τα στοιχεία που τη συγκροτούσαν, δημιουργώντας μια σχέση επικοινωνιακή και αλληλοσυμπληρωματική, σχέση οργανική και ουσιαστική. Στη δρυ απαντέχαμε από τους κόπους στον αγρό, στη δρυ σταλίζαμε και στρώναμε το υπαίθριο τραπέζι την ώρα του ανασασμού, στη δρυ βρίσκαμε σκιά από το κάμα του καλοκαιριού, στη δρυ προφύλαξη από τη βροχή και τον άνεμο, κάτω από τη δρυ σωρεύαμε τη σοδειά του αγρού, για να τη μεταφέρουμε κατόπιν με τα ζώα (εκεί κι αυτά), εκεί ως παιδιά παίζαμε και ραχατεύαμε –ήταν το καταφύγιό μας!





Ήταν συνεπώς πολύτιμη η δρυς για την
πρακτική συμβολή της στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι, που εντάσσονταν στο φυσικό με τις λειτουργικές σχέσεις που αναπτύσσονταν μεταξύ ανθρώπου και φυσικών στοιχείων στο σύστημα, στο φυσικό όλον. Ο υπαίθριος άνθρωπος είχε το προνόμιο να συμμετέχει στις διαδικασίες στο φυσικό σύστημα και να τις καθορίζει, με την εν αυτώ ενεργή και λειτουργική παρουσία του ως διαχειριστής και πονητής του. Τούτο ήταν σημαντικό και κρίσιμο, με την έννοια ότι ο άνθρωπος ήταν μαζί διαχειριστής και συμμέτοχος, έχοντας τη γνώση αλλά και την έγνοια της διατήρησης και της ορθής λειτουργίας του φυσικού αγαθού, την ευθύνη του σχεδιασμού αλλά και της ενέργειας στο φυσικό σύστημα. Ταυτόχρονα, έτσι ιδωμένος ο υπαίθριος άνθρωπος, αντιλαμβανόταν το αγροτικό τοπίο με τη δική του αίσθηση, ως τοπίο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και με βασικά και αδιατάρακτα στοιχεία, που το έκαμαν στέργιο και πλέριο. Αυτά ήταν τα φυσικά στοιχεία που το συγκροτούσαν, τα οποία διαπλέκονταν με τα τεχνητά της πρακτικής του ανθρώπου ζωής στην ύπαιθρο, τα οποία, στην τέτοια τους θεώρηση λογίζονταν ως φυσικά, λόγω του ισχυρού και ταιριαστού τους δεσμού με αυτά. Στοιχείο βασικό και αναντικατάστατο σε αυτή την αίσθηση, την περιβαλλοντική, την τοπιακή και κοινωνική, ήταν η δρυς στον αγρό.

Μια χαρακτηριστική περιγραφή της εικόνας των ελληνικών κάμπων, με τις δρύες σε αυτούς,
μας δίνει ο Γάλλος συγγραφέας Γουσταύος Φλωμπέρ το 1850, που επισκέφτηκε τη χώρα μας, και αφορά στον κάμπο της Γαστούνης –αποτελούσε εικόνα κοινή αυτή τότε, οι χέρσοι αγροί με τα δρυόδενδρα, ενώ αργότερα η εικόνα ήταν ανάλογη, μόνο που η ακαλλιέργητη γη με τις σκόρπιες δρύες είχε αντικατασταθεί με την καλλιεργημένη γη με τις δρύες εν αυτής:
 «Η πεδιάδα συνεχίζεται, καλπάζουμε· κάθε τόσο βαδίζουμε πιο αργά, για να περάσουμε ένα χαντάκι γεμάτο νερό, και το άλογο παίρνει πάλι το ρυθμό του. Καμία καλλιέργεια, κανένας· η γη είναι παχιά· εδώ κι εκεί, λίγα σκόρπια δέντρα, βαλανιδιές, σε λίγο αυτό γίνεται σχεδόν τακτικό, είναι βαλανιδιές σαν να έχουν φυτευθεί σε ορισμένα σημεία στη χλόη (υπολείμματα από δάση που εξαφανίστηκαν;) (…) Οι βαλανιδιές βρίσκονται τώρα σε πιο κοντινές μεταξύ τους αποστάσεις, πρέπει να σκύβεις για να περάσεις κάτω από τα πιο χαμηλά κλαριά τους, το σαρίκι μου πιάνεται σ’ ένα από αυτά και πέφτει στο νερό…»
 (Φλωμπέρ Γ., «Το ταξίδι στην Ελλάδα»,

Κείνο που λέγουμε μετά τούτων είναι ότι, κατά κανόνα ο πρόγονος σεβάστηκε το άγριο (το φυτό και το ζώο) στα μέρη όπου δραστηριοποιήθηκε, δεν το απέρριψε, το θεώρησε μέρος του κόσμου του και το ενσωμάτωσε –ευρηματικά θα λέγαμε–, στον περίγυρό του, δημιουργώντας φύση. Για την ακρίβεια συνετελέσθη μια προσαρμογή του στο φυσικό όλον σύμφωνα με τις πρακτικές του ανάγκες. Με αυτή την έννοια δεν ήταν απορριπτέο το φυσικό στοιχείο στο δημιουργημένο από τον άνθρωπο περιβάλλον, τουναντίον επιθυμητό, όπως αντίστοιχα και η ανθρώπινη κατασκευή στο όλον, αρκεί να ήταν προσαρμοσμένη στο φυσικό περιβάλλον και να μην έστεκε παράταιρη και ξένη σε αυτό. Όμορφα, έτσι, φυσικά περιβάλλοντα προέκυψαν, τοπιακά και περιβαλλοντικά σημαντικά, με υψηλή οικολογική αξία, συνιστώντας τ’ αγροοικοσυστήματα που στήριξαν και πλούτισαν την ελληνική ύπαιθρο.
 Σε αυτά η δρυς είχε θέση, ήταν για τον αγρό χαρακτηριστικό του στοιχείο, μαζί με την ξερολιθιά, τον αύλακα, το καλύβι κ.ά., τις ανθρώπινες δηλαδή κατασκευές, που ως ενταγμένες στο φυσικό σύνολο, αποδίδονταν σα φυσικές δημιουργίες.



Με τα χρόνια όμως, που ο άνθρωπος άλλαζε κι απομακρυνόταν από την ύπαιθρο και τη φύση, από τα γύρω του, από τις δημιουργίες του, γιατί τον τραβούσε η αξιοποίηση, το κέρδος, η απόδοση της γης, απωλέσθηκαν και τα φυσικά στοιχεία της σχέσης του με τη γη. Αυτό συνέβη σταδιακά, λίγο πριν και μετά τον πόλεμο του 1940, με τη μηχανοποίηση της γεωργίας και την εγκατάλειψη της παραδοσιακής γεωργίας, υπολογίζεται όμως ότι η πλήρης
 «ρήξη του ανθρώπου με τη γη» συνετελέσθη κατά τη μεταπολίτευση και κυρίως με την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ και την εφαρμογή του καθεστώτος των επιδοτήσεων των γεωργικών προϊόντων.
Σ’ έναν τέτοιο –νέο– κόσμο λοιπόν, η δρυς, δένδρο κοινό της ελληνικής υπαίθρου, δεν είχε θέση· η ελληνική γη είχε άλλον προορισμό, από κείνον με τον άνθρωπο έπαφό της, χωρίς πια το φύσει δένδρο της να τη χαρακτηρίζει!
 Έτσι, ένας σιωπηλός κι ακατάγραφτος αφανισμός συνετελέσθη στην ελληνική ύπαιθρο, μια απώλεια των φυσικών της στοιχείων, των ριζωτών στη γη, που αφορούσε, όπως ήταν φυσικό, και στις δρύες των αγρών, οι οποίες χάθηκαν, …διότι, απλά, ενοχλούσαν! Ενοχλούσαν στην αξιοποίηση κατά τη νέα σχέση του ανθρώπου με τη γη, την αναπτυξιακή!, που ήθελε μια μηχανοποιημένη, χημικοποιημένη και εντατικοποιημένη χρήση της γης.

Οι υλοτομίες των δρυών των αγρών, ήταν συνεχείς και πραγματοποιούνταν σε όλη τη χώρα. Ο έλεγχος ως προς αυτό, από τις δασικές υπηρεσίες που ήταν αρμόδιες, αφορούσε απλά στην έκδοση τυπικών εγκριτικών πράξεων υλοτομίας, χωρίς ουσιαστικά να υφίστανται επιστημονικά, κοινωνικά και πολιτιστικά κριτήρια για κάτι τέτοιο, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αναγκών, με παράλληλη διατήρηση –στα πλαίσια μέτρων, αναγκών και κανόνων– οικοσυστημάτων σημαντικών, οπού θα συνδυάζετο η γεωργική χρήση της γης με την ύπαρξη φύσης. Στη φύση αυτή τα φυσικά στοιχεία του χώρου θα προσέθεταν στο σύστημα συγκροτώντας μιαν ιδιαίτερη φύση, με υψηλή οικολογική αξία και μια οικονομία που θα σεβόταν το φυσικό περιβάλλον.
 Τα εν λόγω δασοαγροοικοσυστήματα, που παραδοσιακά διατηρούνταν στην ελληνική ύπαιθρο και, από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα καταστράφηκαν, αποτελούσαν το «θησαυρό» της Ελλάδας, έναν αφανή, ανείδωτο θησαυρό, που δεν εκτιμήθηκε –από τους περισσότερους δε, δεν ανακαλύφθηκε…–, κι αλί εχάθη!

Σε σχέση με την απώλεια των «φυσικών μας φρουρών» της υπαίθρου, των δρυών, δίνουμε κάποια ενδεικτικά στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας του έτους 1966
η ποσότητα καυσοξύλων προερχόμενων από υλοτομίες βαλανιδοδένδρων που φύονταν σε αγροκτήματα στην περιοχή Αστακού και Εχίνου Ν. Αιτωλοακαρνανίας, ανήλθε στους 1.250 τόνους. Σύμφωνα με εκτίμηση του Επιθεωρητή Δασών Μεσολογγίου Αθανασίου Τουρνά, που περιλαμβανόταν σε έκθεσή του με ημερομηνία 12-11-1966, «κατά την τελευταίαν 20ετίαν έχουν υλοτομηθεί εις την περιοχήν τ. Δήμων Αστακού και Εχίνου, μία ποσότης ξυλωδών όγκων δρυός και βαλανιδέας ήτις εγγίζει ίσως δε και να υπερβαίνει τα 300.000 κυβικά μέτρα».

Ας δούμε πώς περιέγραφε την κατάσταση αυτή ο Γενικός Επιθεωρητής Δασών του Υπουργείου Γεωργίας Ι. Φλώρος (έγγραφο αριθ. 812/6-10-1967)
«Περιελθόντες άπασαν την περιοχήν Ξηρομέρου και δη τα χωρία εις α απαντώνται τα εκ βαλανιδιάς δάση, διεπιστώσαμεν ότι τα εντός αγροκτημάτων φυόμενα άτομα βαλανιδιάς υλοτομήθησαν κατά το παρελθόν αλογίστως προς εμπορίαν και σήμερον ελάχιστα απέμεινον, άτινα δέον όπως διατίθενται δι’ ατομικάς ανάγκας και μόνον, εφ’ ενός μεν διότι το πρόβλημα της καυσοξυλεύσεως είναι οξύ εις την περιοχήν και αφ’ ετέρου ίνα ανασταλεί η τάσις των κατοίκων προς επέκτασιν των αγροκτημάτων με μόνον σκοπόν όπως περιληφθώσι εντός αυτών βαλανιδόδενδρα άτινα εν συνεχεία να υλοτομήσωσι προς εμπορίαν. (…) Λόγω της εντόνου βοσκής, ουδεμία αναγέννησις παρατηρείται εις τα δάση ταύτα και καθημερινώς αραιούνται είτε διά της καυσοξυλεύσεως των κατοίκων, είτε διά της φυσιολογικής αποξηράνσεως ατόμων λόγω γήρατος και λοιπών αιτιών. Η Δασική Υπηρεσία ως απλούς θεατής παρακολουθεί την εξαφάνισιν των δασών τούτων…»
Αξίζει εν προκειμένω, μιας και ο Γενικός Επιθεωρητής Δασών του Υπουργείου Γεωργίας Ι. Φλώρος αναφέρεται στο απόσπασμα της αναφοράς του που παραθέσαμε στις εκχερσώσεις του δάσους του Ξηρόμερου, να εστιάσουμε στο βελανιδόδασος του Ξηρόμερου (παρά το γεγονός ότι στο κείμενο αναφερόμαστε στα βελανιδόδενδρα των αγρών της περιοχής), που καταλαμβάνει σήμερα έκταση 140.000 στρεμμάτων περίπου, διότι είναι ένα από τα σημαντικότερα της χώρας μας, για τον πλούτο και τη σπουδαιότητα της χλωρίδας και της πανίδας του (πρέπει να ειπωθεί ότι εκτός από τη βελανιδιά, που είναι το κυρίαρχο είδος δρυός στο συγκεκριμένο δάσος, συναντούμε ακόμη εκεί και χνοώδεις, ποδισκοφόρες και μακεδονικές δρύες).

Η ιστορική αξία του δάσους αυτού είναι μεγάλη.
Εκεί θεωρείτο πως κατά την Ομηρική εποχή ο Εύμαιος έβοσκε τα κοπάδια του Οδυσσέα.
Σε θέσεις του συγκεκριμένου δάσους βρέθηκαν ερείπια των αρχαίων ελληνικών πόλεων Μητρόπολη, Σαύρια, Κόροντα, Δηρεείς, Οινιάδες, καθώς και βυζαντινών ναΐσκων.
Το δάσος αυτό επίσης, αποτελούσε καταφύγιο των αγωνιστών του ’21, λόγω του σύμφυτου της μορφής του, που το καθιστούσε δυσκολοδιάβατο.
 Μάλιστα, ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», αναφέρει ότι στο δάσος αυτό κρυβόταν πλήθος ανθρώπων κατά την Τουρκοκρατία, τους οποίους δύσκολα εντόπιζες, λόγω του όγκου των δένδρων και της πυκνότητάς τους. Σημείωνε πως έπρεπε να πλησιάσεις πολύ κοντά για να διακρίνεις την καλύβα πίσω από τον κορμό του δένδρου, από μακριά δε, μόνον από τον καπνό που η θερμάστρα παρήγαγε, ήταν δυνατός ο εντοπισμός ανθρώπινης παρουσίας.

Όταν μάλιστα το έτος 1830 το εν λόγω δάσος εξαιρέθηκε των ελληνικών συνόρων
(για την ακρίβεια, εξαιρέθηκαν οι επαρχίες του Βάλτου και του Ξηρόμερου),
ο πρίγκιπας Λεοπόλδος, που ορίστηκε τότε βασιλιάς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, θεώρησε τούτο το γεγονός ως λόγο σοβαρό, που τον συμπεριέλαβε σε μια σειρά άλλων λόγων, βάσει των οποίων αρνήθηκε τον ελληνικό θρόνο.
 Υπογράμμιζε στο υπόμνημά του την οικονομική σημασία του δάσους, με τα εξής λόγια:
 «…οι τόποι ούτοι (του Βάλτου και του Ξηρόμερου) δύνανται καλύτερον να εφοδιάζωσι την Ελλάδα με ξυλείαν προς ναυπηγίαν».
 Τελικώς, και μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου, με το από 14-9-1831 πρωτόκολλο, οι Πληρεξούσιοι τροποποίησαν τα προς την Τουρκία σύνορα, περιλαμβάνοντας στην Ελλάδα τις επαρχίες του Βάλτου και του Ξηρόμερου, με το σκεπτικό ότι
«είναι άγονοι και πτωχαί χώραι,ων ο ευάριθμος, αλλά και πολεμικός λαός του ουδέποτε υπετάχθη καθ’ ολοκληρίαν εις την εξουσίαν της Πύλης».
 Δηλαδή, οι επαρχίες αυτές αποδόθηκαν στην Ελλάδα εις αναγνώρισιν του πολεμικού φρονήματος των κατοίκων τους και λόγω του αγόνου (δασικού) χαρακτήρα τους, που συνετέλεσε στο να μη σκλαβωθούν καθ’ ολοκληρίαν στο δυνάστη. Τα δάση τους αποτέλεσαν στοιχείο της άμυνάς τους, κάτι που στο τέλος αναγνωρίσθηκε.
 Η σημασία, τέλος, του βελανιδόδασους του Ξηρόμερου για το λαό ήταν τέτοια, που το έτος 1868 η τοπική κοινωνία ξεσηκώθηκε, για να μη δωρηθεί το εν λόγω δάσος στο Βασιλιά και να μην αποτελέσει «Μαντωλάδα»
 (δηλαδή βασιλική περιουσία, όπως αντίστοιχα αποτέλεσε το δάσος στη Μανωλάδα Ηλείας), κάτι που στο τέλος το πέτυχε].

Μένουμε στο προηγούμενο γεγονός και δίνουμε ένα ιστορικό της κατάστασης, σ’ ότι αφορά στην υλοτομία των βελανιδοδένδρων στην Αιτωλοακαρνανία.
Προπολεμικά και κατά τον πόλεμο, οι βελανιδιές της περιοχής Βάλτου-Βόνιτσας Ν. Αιτωλοακαρνανίας (όπου, σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, 
«συγκροτούνταν το πιο σκοτεινό δάσος της Ελλάδας»),
 είχαν στην κυριολεξία κατακρεουργηθεί. Χωρίς μέτρο και με την πρακτική ή αξιοποιητική λογική της απόδοσης ξυλείας-καυσοξύλων ή της «απελευθέρωσης» της γης από τα δένδρα, γινόταν υλοτομίες παντού. Η αλλαγή χρήσης των εδαφών, που ακολουθούσε την υλοτομία (συνήθως με την ανάπτυξη γεωργικής δραστηριότητας), ή η βόσκηση των υλοτομηθέντων πεδίων, απέτρεπε κάθε δυνατότητα ν’ επανέλθουν τα δένδρα. Υπήρχε, συνεπώς, πρόβλημα…
 Το γεγονός τούτο ανάγκασε τη Δασική Υπηρεσία να εκδώσει κατά τα έτη 1939, 1941 και 1948 σειρά απαγορευτικών διατάξεων υλοτομίας των βελανιδοδένδρων, που φύονταν σε αγρούς και αφορούσαν στις περιοχές Βάλτου-Βόνιτσας, αποδεχόμενη όμως, σιωπηρώς, τη διαμορφωθείσα λόγω εκχερσώσεων αλλαγή της χρήσης των εδαφών, με την ανάπτυξη καλλιεργειών επί των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων
 (το περίεργο ήταν ότι εξαιρέθηκαν αυτής της απαγόρευσης τα «λοιπά δρυόδενδρα», δηλαδή τ’ άλλα είδη δρυός, ενώ κι επί των βελανιδοδένδρων ήταν δυνατή και η «κατ’ εξαίρεσην υλοτομία τους», κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Γεωργίας).

Παρά τις απαγορεύσεις, οι υλοτομίες συνεχίζονταν με καταστροφικό ρυθμό, όπως διαπιστώνει το έτος 1963 ο Επιθεωρητής Δασών Μεσολογγίου Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος (έγγραφο αριθ. 46/17-4-1963),
Ήταν συνεπώς τα επιχειρηματικά συμφέροντα (οι έμποροι ξυλείας) που ωθούσαν τους άμοιρους αγρότες να υλοτομούν τα βελανιδόδενδρα των αγρών του, προκειμένου ν’ αποληφθεί η πολύτιμη ξυλεία της δρυός και ν’ αποκομίσουν μεγάλα κέρδη.
 Φυσικά, οι αγρότες, αν και αναλάμβαναν το ρίσκο της παράβασης της απαγόρευσης της υλοτομίας, είχαν ασήμαντο οικονομικό όφελος. Παρόλα ταύτα τολμούσαν να το πράξουν γιατί η φτώχεια τους ήταν μεγάλη. Βέβαια διερωτόμαστε:
 Πώς είναι δυνατό ο υπαίθριος Έλληνας, ο συνειδητός, όπως τον περιγράψαμε παραπάνω, να ενεργεί ενάντια στη φύση και να δημιουργεί αδικήματα σε αυτήν; Είναι όντως ένα καίριο ερώτημα, που η απάντησή του απορρέει από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, αλλά και από την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα. Ο Έλληνας εκείνος, ζυγιάζοντας τα πράγματα σε σχέση με την επιβίωσή του, λόγω της δυσβάσταχτης φτώχειας του, έκρινε ότι είναι θεμιτός ένας θυσιασμός της φύσης για την ανθρώπινη ζωή.
 Όμως υπήρχε και η άλλη πλευρά, με τον Έλληνα να παραβαίνει τον ηθικό κανόνα προστασίας της φύσης, παρασυρόμενος από το ρου ενός γενικότερου πνεύματος επικράτησης του υλικού στο ηθικό, στα πλαίσια ενός καιροσκοπισμού και ιδιοτέλειας, που «δικαιολογείται» σε ανώμαλες περιόδους και σε περιόδους ανασυγκρότησης.
 Σ’ ένα τέτοιο κλίμα «δικαιολογούνται» απώλειες που κάποτε φάνταζαν αδιαπραγμάτευτες! –όπως η απώλεια της φύσης, που προγονικά συγκροτήθη και αποτελούσε το αστείρευτο νάμα της κοινωνίας. Αναφέρει σχετικά ο Επιθεωρητής Δασών Μεσολογγίου Αθανάσιος Τουρνάς για το συγκεκριμένο ζήτημα προς το Υπουργείο Γεωργίας, σε έγγραφο με ημερομηνία 28-12-1964:
«…παρά τα ληφθέντα κατά καιρούς μέτρα, κατέστη δυνατόν κατά την τελευταίαν 10ετίαν να υλοτομηθεί υπό επιτηδείων εμπόρων τεράστιος αριθμός βαλανιδοδένδρων επί μεγίστη ζημία της Εθνικής μας Οικονομίας και άνευ ουδεμίας σχεδόν ωφελείας των ιδιοκτητών των, οι οποίοι αντί πινακίου φακής πωλούν τα δένδρα των εις ασυνειδήτους ξυλεμπόρους»
Απροσμέτρητη ήταν και η καταστροφή των δρυμών της Αιτωλοακαρνανίας, εκεί όπου η φύση ήταν πλούσια, με τις δρύες να δημιουργούν έναν ατέλειωτο παράδεισο (η προκείμενη αναφορά στα δάση δρυός, παρά το θέμα μας, τις δρύες των αγρών, γίνεται διότι τα δύο αυτά ζητήματα συναρτούνται, αφού οι αγροί με τις δρύες εντός τους προέκυψαν από τα δάση που προϋπήρχαν και εκχερσώθηκαν). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, που προκύπτουν από στοιχεία περιηγητών, η Ακαρνανία καλυπτόταν μέχρι και το μισό του 19ου αιώνα από δάση σε ποσοστό περίπου 40-50%, ενώ στην Αιτωλία το ποσοστό αυτό ήταν περίπου 25-35%. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ένα από τα πιο εκτεταμένα και πυκνότερα βελανιδοδάση της περιοχής, αυτό του Ξηρόμερου, μειώθηκε κατά 50% από το έτος 1945 έως τις μέρες μας, ενώ το 25% της έκτασης που καταλάμβανε το έτος 1945 αραιώθηκε σε σημαντικό βαθμό,

Ποιον, λοιπόν, να κατονομάσεις ως υπεύθυνο για τον αφανισμό των δρυών από τους αγρούς της χώρας;
 Τους καλλιεργητές και φερόμενους ως ιδιοκτήτες των δένδρων, που δεν έδειξαν τη σπουδή που θα έπρεπε για την προστασία τους; Τους ξυλεμπόρους που, σύμφωνα με τις απόψεις των δημοσίων λειτουργών, εκμεταλλεύονταν τους καλλιεργητές για να καρπωθούν το ξύλο των δένδρων;
 Τη δημόσια διοίκηση, που δεν προστάτευσε ως όφειλε και στο βαθμό που θα έπρεπε τα συγκεκριμένα δένδρα;
 Την τοπική αυτοδιοίκηση, που πίεζε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τοπικής κοινωνίας; Την κυβέρνηση και τους πολιτικούς, που εισηγούνταν και ψήφιζαν νόμους κατά το δοκούν και σύμφωνα με τα συμφέροντα των ψηφοφόρων τους και των οικονομικών συμφερόντων;

Μένουμε στο γεγονός ότι ο Έλληνας δε σεβάστηκε το δένδρο που χαρακτήριζε τη χώρα και δι’ αυτού δηλοποιούνταν τόποι· περιβαλλοντικά, πολιτιστικά, αισθητικά και κοινωνικά.
Το εξαφάνισε από τον περίγυρό του και τούτο ιστορικά τον στιγματίζει για την ασυνείδητη στάση του απέναντι στα στοιχεία που χαρακτήριζαν τον τόπο και την αξία του, απέναντι στο δένδρο-σύμβολό του!
 Έδειξε με τον τρόπο αυτό μιαν απαξίωση, μιαν αγνόηση σε κείνο που θα έπρεπε ως σύμβολο να διατηρήσει, διότι η δρυς «ήταν η Ελλάδα», ήταν το φυσικό σύμβολό της, μιας και παλαιότερα η χώρα, στα μέσα και χαμηλά υψόμετρά της, αποτελούσε ένα «απέραντο δρυοδάσος» −αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι στις πρώτες στολές των δασικών υπαλλήλων το 1893, το φύλλο δρυός αποτελούσε διακριτικό τους, δείχνοντας τη σημασία που δινόταν στη φυσική παρουσία της δρυός στη χώρα μας και αναγνωρίζοντας την αξία της.

* (απόσπασμα από το περιβαλλοντικό δοκίμιο «ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΜΕ ΤΑ ΠΛΗΓΩΝΟΥΜΕ!..»)
πηγη

http://dasarxeio.com/2015/01/17/1016-5/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.